- μερισμός
- ο (ΑM μερισμός) [μερίζω]1. μοίρασμα, μοιρασιά, διανομή2. διχοτόμηση, χωρισμός στα δύο3. κατανομή, καταμερισμός4. (λογ.) φρ. «μερισμός αντίφασης» — καθορισμός τών στοιχείων αντιφάσεως, διαίρεση σε αντιφατικές προτάσεις ή έννοιεςνεοελλ.-μσν.μαθημ. διαίρεση σε μέρη ανάλογαμσν.μερίδιοαρχ.1. (ρητ.) α) κατάταξη τής ύλης κατά τη συγγραφήβ) η τέχνη τής διαίρεσης ενός όλου στα μέρη του2. γραμμ. α) ταξινόμηση μερών τού λόγουβ) ανάλυση πρότασης στα μέρη τηςγ) κατανομή τών λειτουργιών τής κλίσηςδ) (για χώρα) διαμελισμός3. (λογ.) ορισμός4. μέρος θρησκευτικής ιεροτελεστίας5. είδος γυμναστικής6. φρ. (στη μετρική) α) «ὁ μερισμὸς τῶν μέτρων» — διαίρεση στίχου σε πόδεςβ) «ὁ κατὰ γραμματικὴν μερισμός» — διαίρεση στίχου στις λέξεις από τις οποίες αποτελείται.
Dictionary of Greek. 2013.